- τηθαλλαδούς
- και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ' εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφήςἄλλοι δὲ τὸν ὑπὸ τίτθῃ γενόμενον καὶ τεθραμμένονἄλλοι δὲ τὸν μαμμόθρεπτον καὶ σπάταλον».[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. τήθη «γιαγιά» με εκφραστικό επίθημα, το οποίο εμφανίζει διπλό υγρό -λλ- και κατάλ. -δοῦς (πρβλ. ἀδελφι-δοῦς, υἱ-δοῦς)].
Dictionary of Greek. 2013.